εξάδιπλος

εξάδιπλος
-η, -ο
1. ο εξαπλάσιος.
2. που αποτελείται από έξι μέρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξάδιπλος — η, ο εξαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + διπλός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”